-
1 ὄρος
ὄρος, τό, ion. u. ep. οὖρος (eigtl. das Emporsteigende), der Berg, das Gebirge; αἰπύ, Il. 2, 603 u. öfter, u. mit ähnlichen Bezeichnungen der Höhe, auch μακρόν, νιφόεν u. ä.; daneben braucht Hom. auch die ion. Form οὖρος, bes. in den Formen οὔρεος u. οὔρεα; auch Pind. hat beide Formen, οὔρεϊ ἶσος, I. 5, 30, ἐν οὔρεσι, P. 6, 21; Hes. nennt die Berge personificirt Kinder der Gäa, Theog. 129; Tragg.; u. in Prosa, πεδίων τε καὶ ὀρῶν, Plat. Legg. IX, 704 c; Xen. u. Folgde.
-
2 συμ-φῡσάω
συμ-φῡσάω, zusammenblasen; ταῦτ' ἐφ' οἷσίν ἐστι συμφυσώμενα, Ar. Equ. 466, Schol. κατασκευαζόμενα, eigtl. vom Schmiede entlehnt, für μηχανώμενα. Uebertr., sprichwörtlich τὸ συμπνεῦσαι καὶ καϑ' ἕνα εἰς ταὐτόν, τὸ λεγόμενον ξυμφυσῆσαι, Plat. Legg. IV, 708 d, wie wir sagen in ein Horn blasen, d. i. zusammenstimmen. – Im eigtl. Sinne von einem Winde: ἐξ ὑγρῶν πεδίων καὶ νιφοβόλων συμφυσώμενος ὀρῶν, Plut. Sertor. 17, er entsteht und bläs't daher.
-
3 συμφῡσάω
συμ-φῡσάω, zusammenblasen; κατασκευαζόμενα, eigtl. vom Schmiede entlehnt, für μηχανώμενα. Übertr., sprichwörtlich: τὸ συμπνεῦσαι καὶ καϑ' ἕνα εἰς ταὐτόν, τὸ λεγόμενον ξυμφυσῆσαι, wie wir sagen in ein Horn blasen, = zusammenstimmen. Im eigtl. Sinne von einem Winde: ἐξ ὑγρῶν πεδίων καὶ νιφοβόλων συμφυσώμενος ὀρῶν, er entsteht und bläst daher
См. также в других словарях:
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
διάλεκτος — Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει είτε ένα τοπικό γλωσσικό ιδίωμα σε αντιδιαστολή προς μία εθνική γλώσσα είτε μία ομάδα τοπικών ιδιωμάτων, τα οποία, πέρα από παραλλαγές, σημαντικές σε ορισμένες περιπτώσεις, περιέχουν κοινά φωνητικά,… … Dictionary of Greek
διαλεκτός — Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει είτε ένα τοπικό γλωσσικό ιδίωμα σε αντιδιαστολή προς μία εθνική γλώσσα είτε μία ομάδα τοπικών ιδιωμάτων, τα οποία, πέρα από παραλλαγές, σημαντικές σε ορισμένες περιπτώσεις, περιέχουν κοινά φωνητικά,… … Dictionary of Greek
ανάλυση — Η διάλυση μιας σύνθετης ουσίας στα συστατικά της· το λιώσιμο μιας ουσίας· η διαίρεση του λόγουσε στοιχεία και η εύρεση της μεταξύ τους σχέσης· λεπτομερειακή έκθεση των στοιχείων μιας θεωρίας ή ενός φιλοσοφικού συστήματος· η μελέτη των στοιχείων… … Dictionary of Greek
PICENUM — Picentium regio, qui Umbris et Sabinis ab ortu Solis proximi fuerunt. Dicitur et Picenus ager, vocabulô adiectivô: quod etiam in aliis rebus ad hoc solum pertinentibus usurpârunt veteres Romani. Horat. l. 2. Sat. 3. v. 272. Picenis excerpens… … Hofmann J. Lexicon universale